- κλεπτομανία
- ημεγάλη επιθυμία για κλέψιμο: Τον έχει κυριέψει η κλεπτομανία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλεπτομανία — η (ψυχιατρ.) συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την εκτέλεση κλοπών κατ επανάληψη συνοδευόμενων από αγχώδη εσωτερική τάση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomanie < clepto (πρβλ. κλέπτω) + manie (πρβλ. μανία < μανία < μαίνομαι).… … Dictionary of Greek
κλεπτομανής — ές αυτός που πάσχει από κλεπτομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomane < clepto (πρβλ. κλέπτω) + mane (πρβλ. μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν τού Ν. Γ. Πολίτου] … Dictionary of Greek